Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

ΣΤΕΓΗ ΠΑΤΡΙΔΟΣ 1951-1961





1.      Το χέρι μου τεντωμένο στον ουρανό, μόλις και φτάνει το δικό της που κρέμεται. Η μακρινή βόλτα με τη νταντά από το σπίτι μου ακολουθεί πάντα την ίδια διαδρομή: βαδίζουμε κατά μήκος της αλάνας, διασταυρωνόμαστε με την οδό Παπαδιαμαντοπούλου και, παρακάμπτοντας το πέτρινο κτίσμα όπου μέρα νύκτα καίνε τα σκουπίδια της γειτονιάς, φτάνουμε στο δασάκι του Συγγρού. Στο σημείο που καταλήγει η βόλτα μας συνήθως, υπάρχει ένα ψηλό συρματόπλεγμα που περιβάλλει ένα μετασχηματιστή της ΔΕΗ. Η νταντά, κάθε φορά μου δείχνει ένα μπαμπάκι κοκκινισμένο από αίμα ή μερκιροχρόμ σκαλωμένο στο συρματόπλεγμα και μου επαναλαμβάνει  πως αυτό παθαίνουν τα παιδάκια που σκαρφαλώνουν για να μπούνε στον απαγορευμένο χώρο.
       
2.     Μνήμη μου, να τολμήσω· να λύσω τους κόμπους του χρόνου. Η Στέγη Πατρίδος στέγασε, εκτός από τους πρόσφυγες, τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής μου.

      
3.      Το 1952 η οικογένειά μου αγοράζει διαμέρισμα στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας επί της οδού Λαμψάκου, εκεί ακριβώς που ο δρόμος  συναντά την όχθη του Ιλισού. Η περιοχή που εκτείνεται σε όλη την ανατολική πλαγιά του Λυκαβηττού από τον σημερινό περιφερειακό ως τον Ιλισό, ονομάζεται Στέγη Πατρίδος. Αμέτρητα φτωχικά κτίσματα και παραπήγματα στεγάζουν τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας· οι δρόμοι της περιοχής με ονόματα Λαμψάκου, Κερασούντος, Πόντου, Τραπεζούντος, Έβρου και λοιπά, μαρτυρούν την προέλευση και την καταγωγή των πρώτων κατοίκων.  Η σημερινή πλατεία Μαβίλη, τότε λεγόταν Στέγης Πατρίδος . Τα μοναδικά καλοχτισμένα κτίρια στη γειτονιά - εκτός από την πολυκατοικία μας - είναι δυο νοσοκομεία, το μαιευτήριο Αλεξάνδρα και το Ιπποκράτειο (τότε Προσφυγικό Νοσοκομείο), το Τμήμα Μεταγωγών (το οποίο στεγάζεται σ’ ένα προπολεμικό διώροφο κτίριο επί της Λαμψάκου), η βίλα Μαργαρίτα, το ινστιτούτο Παστέρ καθώς  και δυο μονοκατοικίες με κήπο στις όχθες του Ιλισού· στη μια από αυτές έβλεπες να ανεμίζει η Βρετανική σημαία. Αντιλαμβάνομαι ασυνείδητα από το ύψος της πολυκατοικίας μας, την προνομιακή θέση μου στη γειτονιά. 
      
4.      Περνάω το ρυάκι, κρατώντας το χέρι της μητέρας μου για να πάω στον παιδίατρο που μένει στην απέναντι όχθη. Το θυμάμαι στ’ αλήθεια αυτό άραγε ή ονειρεύτηκα πως έγινε σύμφωνα με τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων μου; Το ρυάκι αυτό που θυμάμαι είναι ο Ιλισός· αργότερα μπαζώθηκε δημιουργώντας μια πελώρια φιδωτή αλάνα, όπου έπαιζαν τα  παιδιά της γειτονιάς μας. Στη θέση της αλάνας σήμερα βρίσκεται η λεωφόρος Μιχαλακοπούλου, από τη Μεσογείων έως το Χίλτον. Δεν υπήρχε τότε ακόμη καμιά πολυκατοικία από αυτές που σήμερα οριοθετούν ασφυκτικά τη λεωφόρο. Το μπαζωμένο χώμα σβήνει στις όχθες του ποταμού, οι οποίες φτάνουν στο ένα κι ενάμισι μέτρο ψηλότερα· δημιουργείται έτσι ένα δεύτερο επίπεδο, όπου βρίσκονται ανομοιόμορφα σκορπισμένα τα προσφυγικά σπίτια. Άλλα είναι παράγκες, άλλα πέτρινα με αυλή, κάποια με τσιμεντόλιθους, σε όλα ξεχειλίζει η ζωή.  Τα σκοινιά ανάμεσα στα δένδρα,  με τα απλωμένα ρούχα φανερώνουν τον μεγάλο αριθμό των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτά μα και την νοικοκυροσύνη τους   Δύο θηριώδεις ευκάλυπτοι  σκιάζουν τη γειτονιά, δέντρα χαμηλότερα τη στολίζουν, συκιές, ελιές και λεμονιές στις δυο πλευρές του ποταμού, και μαζί ένα σωρό άλλα, που ξεφυτρώνουν μέσα από τις ταπεινές μάνδρες. Οι όχθες του Ιλισού είναι καταπράσινες με αγριόχορτα, τσουκνίδες και μολόχες. Εκεί βόσκουν πρόβατα και τα κουδούνια τους ζωντανεύουν την καθημερινότητά μας.
     
5.      Τα Σάββατα διασχίζει την αλάνα μας μια ίλη ιππικού και η γειτονιά μου εισπνέει το άρωμα της καβαλίνας. Βγαίνω στο μπαλκόνι με ύφος βαρονίσκου και απολαμβάνω τη μυρωδιά. Αργότερα στη βόλτα σκαλίζω περίεργος με ένα κλαρί τις καφετιές κουράδες, διαλύοντας με προσοχή τα ινώδη συστατικά που την αποτελούν.
     
6.      Η άσφαλτος καλύπτει μόνο τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, όλοι οι άλλοι δρόμοι είναι χωμάτινοι. Η σκόνη τα καλοκαίρια σκεπάζει τη γειτονιά, συνοδεύει κάθε τροχοφόρο που περνά από την αλάνα και χώνεται στα σπίτια μας με κάθε αεράκι. Οι νοικοκυρές φροντίζουν καθημερινά να τινάζουν τα σεντόνια τα χαλιά και τις κουβέρτες,  να σκουπίζουν το σπίτι και να καταβρέχουν τον κήπο. Τα μεσημέρια περνά η υδροφόρα με μια διάτρητη οριζόντια σωλήνα στο πίσω μέρος, σε όλο το πλάτος της, και καταβρέχει τους δρόμους για να κάτσει η σκόνη. Τρέχω με τη μαρίδα της γειτονιάς πίσω της φωνάζοντας, έως τα νοητά όρια της επικράτειάς  μου. Το χειμώνα με τις βροχές οι ίδιοι δρόμοι  είναι λασπωμένοι και τσαλαβουτάμε για να φτάσουμε σπίτι μας.
  
7.      Ο επαγγελματίας που μεταφέρει πάγο για τα ψυγεία μας παρκάρει το τρίκυκλο στο δρόμο ανασηκώνει τις λινάτσες και μ’ ένα εργαλείο που μοιάζει με γιγάντιο ψαλίδι μαγκώνει μια κολόνα και την ανεβάζει στο σπίτι μου. Το ψυγείο πάγου είναι στιλάτο, ομοιόμορφα ντυμένο με περσίδες ξύλου για μόνωση. Το πάνω καπάκι ανοίγει κι εκεί βρίσκεται ένα κουτί από γαλβανισμένη λαμαρίνα όπου ξαπλώνει την κολόνα πάγου. Στον πάτο του κουτιού, υπάρχει σωλήνας που διοχετεύει σε μια βρύση το κρύο νερό που παράγεται καθώς λιώνει ο πάγος. Στην πρόσοψη, μια  βαριά ξύλινη πόρτα ανοίγει  μ’ ένα αστραφτερό χερούλι,  και μέσα εκεί είναι ο δροσερός χώρος όπου, πάνω σε μεταλλικά ράφια, αποθηκεύονται τα τρόφιμα.

     
8.       Ενημερωνόμαστε  από τις εφημερίδες ή ανοίγουμε το ράδιο, ένα βαρύ τετράποδο έπιπλο σαν ζώο, ακουμπισμένο σ’ έναν τοίχο στο σαλόνι. Το ράδιο μας ανακοινώνει τα πολιτικά και κοινωνικά νέα σε επίσημη καθαρεύουσα, μας ψιθυρίζει τα μυστικά της κουζίνας, μας μαθαίνει τα απαραίτητα καλλυντικά της γυναίκας, την τελευταία λέξη της μόδας και άλλα παρόμοια. Υπάρχουν και ψυχαγωγικές εκπομπές όπως το θέατρο στο μικρόφωνο, τα νέα ταλέντα στο τραγούδι, η θεία Λένα κι ο Μπάρμπα Μυτούσης για τα παιδιά. Το ράδιο πιάνει μακρά και βραχέα κύματα. Στα μακρά ακούμε τους τοπικούς σταθμούς και στα βραχέα πιάνουμε, με πολλά παράσιτα, το BBC κι άλλους ξένους σταθμούς. Κατά τη διάρκεια της χούντας τα ραδιόφωνα έπρεπε να δηλωθούν και να δεσμευθούν σε ορισμένες επιτρεπόμενες συχνότητες. Μέσα στο έπιπλο είναι κρυμμένο το πικάπ και πολλοί, γρατσουνισμένοι  δίσκοι των τριάντα τριών και των σαράντα πέντε στροφών.
     
9.      Τα απογεύματα κατεβαίνω να παίξω στη γειτονιά. Από τα γύρω σπίτια βρίσκονται πάντοτε εκεί παιδιά, κάθε ηλικίας και φύλου. Παίζουμε κλέφτες κι αστυνόμους, κυνηγητό, ποδόσφαιρο, βόλεϊ και μήλα. Τα μήλα (ή γερμανικό) παίζεται έτσι: δύο παιδιά στέκονται το ένα απέναντι από το άλλο και πετούν με δύναμη την μπάλα προσπαθώντας να πετύχουν τα υπόλοιπα που βρίσκονται ανάμεσά τους. Εάν όμως κατορθώσει κάποιος να πιάσει τη μπάλα τότε κερδίζει ένα μήλο, δηλαδή μια «ζωή». Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να το χρησιμοποιήσει για να σωθεί το ίδιο ή κάποιος άλλος συμπαίκτης του, όταν τον χτυπήσει η μπάλα. Κάποτε η δυσεύρετη αυτή μπάλα ξεστρατίζει και κατάσχεται από τον γωνιακό μπακάλη που όλοι μισούμε, επειδή μας φωνάζει συχνά και με ασήμαντες αφορμές. Η μπάλα τότε εκτελείται τελετουργικά και σαδιστικά μ’ ένα μαχαίρι μπροστά στα έντρομα μάτια μας. Το πτώμα της παραδίδεται με μια κλωτσιά στους ιδιοκτήτες της για μοιρολόι και αποκομιδή. Τρέχω κλαίγοντας στους γονείς μου για παρηγοριά.
     
10.   Η ευρηματικότητά μας στη δημιουργική απασχόληση, είναι αξιομνημόνευτη. Μια μεταλλική ρόδα που την σπρώχνεις μ’ ένα σκληρό σύρμα που το διαμορφώνεις σε σχήμα S, αυτοσχέδια πατίνια, οι πολύχρωμοι μαγικοί βόλοι (που τους λέμε γκαζές), το κρυφτό, τα μήλα, το σκοινάκι. το «περνά περνά η μέλισσα», και άλλα. Με κιμωλία ζωγραφίζουν τα κορίτσια τετράγωνα στο πλακόστρωτο και πηδούν ρυθμικά, τραγουδώντας και φροντίζοντας να πατάνε πάντοτε μέσα στα τετράγωνα με το ένα ή και με τα δύο πόδια. Τα αγόρια διαθέτουμε πιστόλια που οπλίζονται με μία κόκκινη χάρτινη κορδέλα, πάνω στην οποία είναι χυμένες ανά ένα εκατοστό σταγόνες μπαρούτι κι όταν πυροβολείς σκάει με κρότο. Μ’ αυτά παίζουμε κλέφτες κι αστυνόμους και σκοτώνουμε αλύπητα τους κακούς.
    
11. Η κρυπτογραφημένη γλώσσα των συνομηλίκων μου είναι τα κορακίστικα. Παράγεται όταν σε κάθε συλλαβή προσθέτεις μια ακόμη που περιέχει το κάπα και το τελευταίο φωνήεν ή δίφθογγο. Ενώ η κατασκευή της  είναι σχετικά απλή, το τελικό αποτέλεσμα δεν το καταλαβαίνεις αν δε μιλάς κορακίστι-κα. Εί-κι-ναί-κε Πο-κο-λυ-κι Δύ-κι-σκό-κο-λό-κο.
    
12. Ξεχωριστό παιχνίδι είναι οι χαπαχούπες που είναι κάρτες συλλεκτικές με αυτοκίνητα, ποδοσφαιριστές, ηθοποιούς. Οι κάρτες είναι κρυμμένες σ’ ένα κουτί με τσίχλες ή καραμέλες και πουλιούνται στο ψιλικατζίδικο, χωρίς να φαίνεται ποια κάρτα αγοράζεις. Όσες σου βρίσκονται διπλές ή τριπλές  παίζονται πετώντας τις από απόσταση τριών βημάτων προς τον τοίχο. Όποιος από τους συμπαίχτες πλησίαζε την κάρτα του πιο κοντά στον τοίχο, κέρδιζε όλες τις κάρτες που είχαν παιχτεί.
    
13. Επειδή ντρέπομαι να ζητώ συνέχεια λεφτά από τους γονείς μου για τσίχλες, σκαρφίζομαι την εξής κομπίνα: Στο ισόγειο της πολυκατοικίας μας είχε νοικιαστεί σε έναν μπακάλη ένας μικρός χώρος, ο οποίος αρχικά επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για στάθμευση αυτοκινήτων. Χαίρομαι να επισκέπτομαι τακτικά τα πελώρια κουτιά με τις μυρωδάτες καραμέλες και τα μπισκότα μερέντα Παπαδοπούλου, τα βαριά σακιά με τα χύμα φασόλια και τις φακές. Έτσι έχω αποκτήσει σχέση με τον μπακάλη που αποζητά παρέα, ακόμη και τη δική μου. Μια μέρα του λέω, «η μητέρα μου θέλει να πάρει λεωφορείο και δεν έχει ψιλά, μπορείς να της δώσεις και να τα γράψεις στο τεφτέρι με τα χρωστούμενα;» Ασφαλώς, μου λέει και μου δίνει μια δραχμή. Κατευθείαν πάω στο ψιλικατζίδικο και αγοράζω μπόλικες τσίχλες για να πάρω τις κάρτες. Μετά από μέρες, δοκιμάζω το ίδιο κόλπο και τότε με ψυλλιάζεται ο μπακάλης και ρωτάει στο σπίτι μου, και βέβαια με τσακώνουν στα πράσα. Εκτός από τον εξευτελισμό, ο πατέρας για πρώτη φορά με έδειρε με την ζώνη του. Είχε τη θεωρία (μάλλον από την ανατροφή των σκύλων) ότι δεν πρέπει να σε χτυπάει το χέρι που σε χαϊδεύει. Αυτό δεν το κατάλαβα, ο πατέρας μου ποτέ δε με χάιδευε, ήταν ενάντια στις συνήθειες της εποχής.
    
14. Όταν δεν υπήρχε άλλο παιχνίδι εξασκούμαστε και διαγωνιζόμαστε στο κλέφτικο σφύριγμα με δύο ή τέσσερα δάκτυλα, σε διαγωνισμό ροχάλας ή κατουρήματος εις μήκος, κι έτσι αποκτούσαμε κι άλλες ενδιαφέρουσες δεξιότητες. Κρυμμένοι σε θάμνους, τα αγόρια εξετάζαμε και συγκρίναμε περίεργοι τα πουλάκια μας, ανακαλύπταμε πεταμένα προφυλακτικά, τα καρφώναμε με κλαριά και τα ανεμίζαμε περήφανα.  Τα μεγαλύτερα παιδιά γελούσαν με νόημα μα ποτέ δεν αποκάλυπταν, παρά τα παρακάλια μας, σε τι χρησίμευαν αυτά τα κακοπαθημένα πλαστικά σακουλάκια.
    
15. Του ‘Αη Γιαννιού στην αλάνα μας πηδάμε φωτιές. Τα παιδιά φέρνουν από τα σπίτια τους όλα αυτά που θέλουν να ξεφορτωθούν οι γονείς για ν’ αδειάσουν τις αυλές τους: σπασμένες καρέκλες και τραπέζια, μπαούλα, χαρτιά, τάβλες, κλαδιά. Με αυτά, οι πιο μεγάλοι ανάβουν μια φωτιά που φαντάζει στα μάτια μου, τεράστια και εντυπωσιακή. Οι πιο τολμηροί την πηδούν όσο είναι φουντωμένη, εμείς οι μικρότεροι περιμένουμε υπομονετικά να πέσει λίγο για να το προσπαθήσουμε. Καθώς, μετά από ώρα, τελειώνουν τα υλικά που την τρέφουν, η φωτιά αρχίζει να σβήνει. Αυτό δεν μπορώ να το αντέξω και σε μια στιγμή έμπνευσης, χιμάω στο διαμέρισμα και βουτάω μια μεγάλη αγκαλιά από μικι-μάους, κλασικά εικονογραφημένα κι άλλα περιοδικά και τρέχω να προλάβω τη φωτιά. Προς μεγάλη μου δυστυχία τα περιοδικά μου γίνονται ανάρπαστα,  τα βουτάνε τα παιδιά για να τα διαβάσουν. Κοιτάζω κλαμένος τη φωτιά να σιγοσβήνει.
    
16. Βρίσκομαι σε ταξί με την μητέρα μου. Κάθομαι μπροστά, δίπλα στον οδηγό κι εκείνη πίσω. Γυρίζω και την κοιτάζω: τι όμορφη που είναι!
    
17. Οι γονείς μου με γράφουν στη Μίνα Αηδονοπούλου, σχολείο κοριτσιών, όπου δεχόντουσαν κι αγόρια έως την έκτη Δημοτικού. Στις πρώτες γυμναστικές επιδείξεις ο πατέρας μου κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό όταν με είδε ντυμένο με φουφούλες. Από την πρώτη δημοτικού ερωτεύομαι μια συμμαθήτριά μου, κόρη της δασκάλας της μουσικής. Ασυνήθιστοι ακόμη οι συμμαθητές μου στα πρώιμα ειδύλλια, με κυνηγούν στα διαλλείματα και με ρίχνουν πάνω της σε κάθε ευκαιρία. Στο μάθημα της ιχνογραφίας θαυμάζω μια άλλη συμμαθήτρια που δαγκώνοντας τη γλώσσα στραβά, κάνει ωραίες ζωγραφιές. Χρησιμοποιεί μαρκαδόρους με υπέροχα ζωηρά χρώματα που στρώνουν τέλεια στο χαρτί. Ονομάζονται Magic Colors είναι εντελώς πρωτοποριακοί, κάτι σαν τους σημερινούς stabilo. Διακρίνομαι για την έφεσή μου στο διάβασμα εξωσχολικών βιβλίων· Παίρνω ειδική άδεια να δανείζομαι βιβλία που προορίζονται για μεγαλύτερες ηλικίες.
    
18. Εκτρέφω μεταξοσκώληκες που μας έδωσαν στο σχολείο! Τους βάζω σ’ ένα κουτί ανοιχτό και τους φέρνω φύλλα απ’ τις μουριές της Βασιλίσσης Σοφίας. Παρατηρώ αυτά τα μαλακά μικρά σκουλήκια που τρώνε φύλλα, ασταμάτητα. Ξεκινούν από μια άκρη του και γυρίζοντας το κεφάλι δεξιά αριστερά, τρώνε και προχωρούν σαν ν’ ανοίγουν μονοπάτι. Τους φέρνω κλαδιά από θυμάρι για να πλέξουν τα κουκούλια τους. Όταν έρχεται η ώρα παρακολουθώ έκθαμβος να παράγουν από το στόμα μια λεπτή ανθεκτική μεταξωτή κλωστή. Σκαρφαλώνουν στο θυμάρι και την κολλάνε σε διάφορα σημεία του κλαδιού και συνεχίζουν αδιάκοπα, καθώς το νήμα τα απομονώνει σταδιακά από τον έξω κόσμο. Σε λίγες ώρες δεν διακρίνονται καθόλου· η μόνη ένδειξη ότι βρίσκονται μέσα είναι πως το κουκούλι κουνιέται. Έπειτα μεσολαβούν ημέρες απραξίας, ώσπου βλέπω τα κουκούλια τρυπημένα και τα σκουλήκια να έχουν μετατραπεί σε σταχτιές πεταλούδες που ψάχνουν ήσυχο μέρος να γεννήσουν αυγά. Ένα κουκούλι είναι ατρύπητο. Αποφασίζω να το κόψω προσεκτικά με ψαλίδι για να δω  τι έχει μέσα. Με φρίκη κι  ενοχή, αντικρίζω ένα πλάσμα σαν κατσαρίδα που πετάγεται έντρομο και χάνεται σε μια σχισμή του παραθύρου.
    
19. Τυλίγω ένα φασόλι σε μπαμπάκι, το τοποθετώ σ’ ένα βαζάκι και το μουσκεύω. Φροντίζω τις επόμενες ημέρες να μένει υγρό και σύντομα διακρίνω στην επιφάνειά του ρίζα και φύτρα. Σ’ ένα μήνα καμαρώνω τον «φασίολο» που έχει φτάσει στο μπόι μου· τον δένω σ’ ένα καλάμι ψηλό για να τον στηρίζει. Τώρα καταλαβαίνω  καλύτερα το παραμύθι Ο Τζακ και η φασολιά. 
    
20. Περπατώ έτσι ώστε να μην πατάω τους αρμούς από τις πλάκες του πεζοδρομίου. Αν χάσω, θα πέσω κάτω από τη βάση στα θρησκευτικά. Μελετώ στο δωμάτιό μου και στα διαλείμματα παρατηρώ την κυκλοφορία των αυτοκινήτων στη Βασιλίσσης Σοφίας. Μόλις περνάει αυτοκίνητο λέω μέσα μου: το επόμενο θα περάσει στο δέκα, κι  αρχίζω το μέτρημα. Αν κερδίσω, θα με πάνε  στο Σινεάκ το Σάββατο.
    
21. Όταν βρέχει ή όταν δε μου επιτρέπουν να βγω διαβάζω με μεγάλη χαρά, και προσήλωση παιδικά βιβλία. Διαβάζω συστηματικά τη «Διάπλαση των Παίδων». Οι γονείς μου με έχουν γράψει συνδρομητή και μου στέλνουν το καινούργιο τεύχος κάθε μήνα. Αλληλογραφώ στις στήλες του περιοδικού με το ψευδώνυμο Ταρζάν. Στη βιβλιοθήκη μου έχω όλη την σειρά με τα κόκκινα βιβλία του Ιουλίου Βερν: «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσαν», «Ταξίδι στο κέντρο της γης», «Τα πεντακόσια εκατομμύρια της Μπεγκούμ», καθώς και όλη την παιδική βιβλιοθήκη του Ελευθερουδάκη, «Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος», «Ρομπέν των Δασών», «Τα ασημένια πατίνια», κλπ. Τα βιβλία -προς μεγάλη ανακούφιση των γονιών και των συγγενών μου- είναι τα αγαπημένα μου δώρα σε γιορτή, γενέθλια και Χριστούγεννα. 
    
22.  Τα μεσημέρια στο σπίτι συνήθως είμαι μοναχός. Κατεβάζω όλα τα μαξιλάρια από τους καναπέδες, φτιάχνω σπηλιές και κατακόμβες, κάτω και γύρω από την πολυθρόνα, και χώνομαι μέσα. Ή άλλοτε, στήνω σε παράταξη τα μολυβένια μου στρατιωτάκια κι από την άλλη άκρη του σαλονιού μ’ ένα κανόνι που πετάει πλαστικές οβίδες, τα σκοτώνω δίχως έλεος.
   
23. Κοιτάζω τις λοξές αχτίδες του ήλιου που δραπετεύουν από τις ξύλινες περσίδες και διαγράφονται στη σκόνη που αιωρείται. Συνειδητοποιώ με άγρια χαρά ότι υπάρχω. Ζω! Με κυριεύει αυτή η συναρπαστική, μεθυστική και μεταφυσική συναίσθηση της ύπαρξης.
24. Ο πατέρας μου κι εγώ το βράδυ παίζουμε σκάκι στο στενό μπαλκόνι του διαμερίσματός μας που βλέπει στην αλάνα. Η μητέρα μου μαγειρεύει και μας φέρνει ομελέτα. Ποτέ δεν κέρδισα τον πατέρα στο σκάκι. Ποτέ δεν κατάφερα να φάω ζεστή την ομελέτα.
25. Πάνω από την μπανιέρα βρίσκεται ένας τετράγωνος γυάλινος φεγγίτης που «βλέπει» στο φωταγωγό. Είναι συνήθως μισάνοιχτος για να εξαερίζεται ο χώρος. Μπαίνω στην μπανιέρα να πλυθώ. Επειδή κρυώνω, προσπαθώ να τον κλείσω σπρώχνοντάς τον από το τζάμι που σπάει με θόρυβο. Βλέπω έντρομος το νερό της μπανιέρας να γίνεται κατακόκκινο. Με τρέχουν βραδιάτικα με το χέρι τυλιγμένο σε ματωμένη πετσέτα στο γιατρό να μου βάλει ράμματα. Ακόμη διακρίνεται το σημάδι της πληγής στη δεξιά μου παλάμη.
26. Στη Βάρκιζα έχει σπίτι ένας οικογενειακός φίλος που τον επισκε-πτόμαστε συχνά για χαρτοπαιξία. Η σκυλίτσα του, ένα χαϊδεμένο και κακομαθημένο φοξ-τεριέ, ζηλεύει που είμαι το μόνο παιδί και όλοι με φιλούν και με παίζουν και στην πρώτη ευκαιρία με δαγκώνει στο χέρι. Η δαγκωματιά είναι βαθιά και πονάει· με τρέχουν στην Αθήνα για νέα ράμματα. Ακόμη διακρίνεται το σημάδι της πληγής στο αριστερό μου χέρι. 
   
27. Το θερμόμετρο στα παιδικά μου χέρια γίνεται εργαλείο χειρισμού των γονιών μου. Όταν θέλω να γλιτώσω το σχολείο το τρίβω στην κουβέρτα ή το βάζω λίγα δευτερόλεπτα στη λάμπα πυρακτώσεως κι ανεβαίνει εύκολα στο τριανταοκτώ και μισό. Όταν όμως θέλω να πάω σινεμά στο τέλος μιας αρρώστιας, που έχω ακόμη δέκατα, το τινάζω και με δείχνει απύρετο. Μαθαίνω ότι ορισμένοι συμμαθητές μου μασούν κιμωλία για να ανέβει ο πυρετός. Αυτό δεν τόλμησα ποτέ να το δοκιμάσω. Να είμαι άρρωστος στο σπίτι μου αρέσει. Μεταφέρω ένα μικρότερο ραδιόφωνο στο δωμάτιό μου και ακούω όλες τις πρωινές εκπομπές. Έχω στίβες  περιοδικά, Κλασικά εικονογραφημένα, Διάπλαση των παίδων και βιβλία, και διαβάζω. Όταν επιστρέφει η μητέρα μου παίζουμε χαρτιά, ξερή, μουτζούρη και άλλα.  
    
28. Η παρέα μου πάει τη μακρινή βόλτα στα όρια του τότε γνωστού κόσμου, στο Γουδί. Περπατάμε αρκετή ώρα, περνάμε τον Άγιο Θωμά και καταλήγουμε στο «Νοσοκομείο Των Παίδων». Εκεί απέναντι βρίσκεται το «Ουζερί Των Παίδων» και δίπλα του ένα μεγάλο ψιλικατζίδικο που είναι και ο τελικός μας προορισμός. Αγοράζουμε χαπαχούπες και κάτι σαν ελικόπτερα πλαστικά, της μόδας, με μια έλικα που κινείται μ’ ελατήριο, το οποίο κουρδίζεται μ’ ένα σπαγγάκι τυλιγμένο που το τραβάμε και το βλέπουμε ν’ απογειώνεται. Αφού φτάσει τουλάχιστον δύο ορόφους ψηλά, χάνει σταδιακά ύψος και προσεδαφίζεται μαλακά μαζί με τον ενθουσιασμό μας.
   
29. Σήμερα αποφασίσαμε μια άλλη βόλτα στα όρια του επιτρεπτού από τους γονείς μου. Ανηφορίζουμε προς τον Λυκαβηττό και καθώς διασχίζουμε τη Βασιλίσσης Σοφίας, παρατηρώ ότι έχει στήσει την πελώρια τέντα του το τσίρκο Medrano, στο οικόπεδο που θα γίνει αργότερα χώρος στάθμευσης της Αμερικάνικης Πρεσβείας. Να θυμηθώ να παρακαλέσω τους γονείς μου να με πάνε. Στο διπλανό οικόπεδο, εκεί όπου αργότερα, την εποχή της χούντας, θα δράσει η ΕΣΑ και θα χτιστεί το Μέγαρο Μουσικής, βρίσκεται μια στρατιωτική εγκατάσταση. Πριν τον περιφερειακό, στρίβουμε δεξιά και βρισκόμαστε στα Κουντουριώτικα, τον οργανωμένο προσφυγικό οικισμό, πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Το σχέδιο είναι να βρεθούμε, οδηγημένοι από τα μεγαλύτερα αγόρια, στο πίσω μέρος του αναμορφωτήριου των κοριτσιών. Το κτίριο έχει κάγκελα στα παράθυρα σαν φυλακή και περιβάλλεται από ψηλό μαντρότοιχο, όμως η οπτική επαφή με τις τροφίμους επιτυγχάνεται από ένα ανάχωμα που ο Θεός φρόντισε να βάλει εκεί. Τα φυλακισμένα κορίτσια σκαρφαλώνουν μισόγυμνα στα παράθυρα και συνομιλούν με διάφορους επίδοξους γαμπρούς. Ανταλλάσσονται ερωτικά υπονοούμενα,  πειραχτικά τραγούδια, βρισιές κι ό,τι μπορείς να φανταστείς, που εκτονώνουν την καταπιεσμένη καθημερινότητα των κοριτσιών και την αδιέξοδη σεξουαλικότητα των αγοριών. Παρακολουθώ εμβρόντητος τη σκηνή, πολύ μικρός ακόμη για να έχω παρόμοιες εμπειρίες. 
   
30.  Φτάνει στη γειτονιά μας ένα λουναπάρκ κι εγκαθίσταται στο οικόπεδο που μέχρι τον περασμένο μήνα βρισκόταν το τσίρκο. Πηγαίνω με τη μητέρα μου να παίξω. Πυροβολώ με ηλεκτρονικό όπλο τη μηχανική αρκούδα που κινείται από τη μια άκρη της σκηνής στην άλλη και κάθε φορά που την πετυχαίνω, αυτή γυρίζει και μ’ ένα γρύλισμα, κινείται προς την άλλη πλευρά. Πετάω ένα μπαλάκι του πινγκ πονγκ σημαδεύοντας τις γυάλες με τα χρυσόψαρα, που έχουν τοποθετήσει σε έναν εξαγωνικό πάγκο. Με μπόλικη τύχη, ύστερα από πολλές προσπάθειες, το πετυχαίνω. Από τον ενθουσιασμό μου πετάω στον αέρα τυχαία το τελευταίο μπαλάκι που αναπηδά στον πάγκο και μπαίνει κι αυτό σε μια δεύτερη γυάλα. Φεύγω καμαρωτός κρατώντας τη μητέρα μου με το ένα χέρι και μια σακούλα με δύο χρυσόψαρα στο άλλο. Στο σπίτι τα χρυσόψαρα δε θα ζήσουνε πάνω από ένα-δυό μήνες.
   
31. Μια παρέα μεγαλύτερων παιδιών από την πολυκατοικία, ο γιος του κυρ Χρήστου, του θυρωρού και δυο τρεις άλλοι, ετοιμάζονται για μια τολμηρή περιπέτεια. Εξοπλίζονται με φακούς και προμήθειες και μας εμπιστεύονται το μυστικό: πρόκειται να πάνε, κρυφά από γονείς τους, να εξερευνήσουν τους τεράστιους αγωγούς κάτω από την αλάνα μας οι οποίοι παροχετεύουν τα νερά του πρώην Ιλισού. Κανένα κλάμα, καμιά προσπάθειά να τους δελεάσω, να τους εξαγοράσω ή ακόμη και να τους απειλήσω δεν ευοδώνεται. Φεύγουν χωρίς εμένα. Μόλις έφυγαν έπιασε καταρρακτώδης βροχή και πλημμύρισε η Αθήνα. Όλο το βράδυ τους αναζητούσαν οι γονείς τους και η Αστυνομία, με φόβο μην είχανε πνιγεί  στους αγωγούς. Τους βρήκανε μούσκεμα την άλλη μέρα κοντά στο Στάδιο, παγωμένους, κατατρομαγμένους, αλλά σώους.
   
32. Η μητέρα μου επιτέλους ενδίδει κι  αποκτούμε γατάκι. Είμαι χαρούμενος: είμαι πολύ μόνος κι έχω απελπιστεί ότι με το να προσεύχομαι στον Θεό, όπως με είχαν συμβουλέψει, θα αποκτούσα κάποτε αδελφάκι. Φεύγουμε φροντίζοντας να έχουμε μαζί ένα μεγάλο χάρτινο κουτί που του ανοίγουμε τρύπες και με το τρόλεϊ πάμε στο Κολωνάκι. Επιστρέφουμε με τον ίδιο τρόπο με ένα ολόγκριζο θηλυκό γατάκι, που το βάφτισα Πούσι. Οι γονείς μου παίρνουν από τον χασάπη πλεμόνι που το βράζουν και της το δίνουν σε κομμάτια. Τρώει επίσης και ό,τι περισσεύει από τα οικογενειακά γεύματα. Ζητάμε από τις οικοδομές άμμο θαλάσσης και γεμίζουμε μια πλαστική λεκάνη που εκτελεί χρέη της τουαλέτας. 
  
33.  Η Πούσι ανακαλύπτει σύντομα πώς να κατεβαίνει απ’ το παράθυρο της κουζίνας μας στον κήπο για να ψαρεύει γαμπρούς στις όχθες του πρώην Ιλισού. Κάθε λίγο και λιγάκι επιστρέφει έγκυος. Αναλαμβάνω χρέη μαιευτήρα, την παρηγορώ και τη χαϊδεύω καθώς κουλουριάζεται στην κουβέρτα  μέσα στο κουτί που θα γεννήσει Ύστερα από ώρες ή και μέρες γεμάτες θρήνους, παρακολουθώ έκθαμβος τα γατάκια να βγαίνουν από την κοιλιά της μέσα σε μια διαφανή σακούλα γεμάτη υγρό. Εκείνη κόβει με τα δόντια της και τρώει τον ομφάλιο λώρο και τον αμνιακό σάκο· ύστερα τη βλέπω να γλείφει τα γατάκια για να τα καθαρίσει. Παρακολουθώ την ορμή και την ενστικτώδη σοφία  της ζωής με την οποία μαζεύει τα νεογέννητα στις θηλές. Τα γατάκια τα δίνουμε σε φίλους ή σε σπίτια στη γειτονιά.
   
34. Η Πούσι γέννησε πάλι έξι γατάκια. Όλοι οι φίλοι, οι συγγενείς και οι γείτονές μας έχουν ήδη μωρά της, και κανείς δεν ενδιαφέρεται πια. Έτσι ο πατέρας μου τα πνίγει στο νερό. Η γάτα τα αναζητάει σε όλο το σπίτι με γοερά νιαουρίσματα, μέρες ολόκληρες προτού απελπιστεί. 
   
35. Η Πούσι εξαφανίζεται. Μου λένε πως μάλλον την έχει πατήσει αυτοκίνητο. Το πένθος μου κρατάει πολλές βδομάδες. Περνάει ένας ολόκληρος χρόνος και στο παράθυρο της κουζίνας ακούω ένα ξέπνοο νιαούρισμα. Ανοίγω το παράθυρο και τη βλέπω  αποσκελετωμένη, βρώμικη, αγριεμένη. Μονό μετά από ημέρες, όταν καθαρίστηκε, χόρτασε πλεμόνι και το βλέμμα της ηρέμησε, οι γονείς μου αποδέχονται ότι πράγματι, είναι αυτή. Προτού περάσουν λίγοι μήνες η Πούσι εξαφανίζεται πάλι, αυτή τη φορά οριστικά. Ύστερα από χρόνια, μου αποκάλυψαν οι γονείς μου το μυστικό: την πρώτη φορά, ο πατέρας μου απαυδισμένος από τις συνεχείς της εγκυμοσύνες και τη μυρωδιά της άμμου, αποφάσισε να την πάει με το αυτοκίνητο στο Φάληρο να την αφήσει. Τη δεύτερη φορά την παράτησε στο Σούνιο. 
  
36. Είναι απόκριες και ήρθε στη γειτονιά μου το γαϊτανάκι. Μια ομάδα μασκαράδων χορευτών, με ρούχα παραδοσιακά, μεταφέρουν έναν ψηλό στύλο: στην κορφή του δεμένες πολύχρωμες κορδέλες. Κάνουν στάση σε κάθε γειτονιά· στηρίζουν το στύλο στο έδαφος, χορεύουν γύρω του πιάνοντας από μια κορδέλα και τραγουδούν. Τους συνοδεύει κι ένας τσολιάς με φουστανέλα και τσαρούχια. Ιππεύει, υποτίθεται, ένα άλογο που έχει φτιαχτεί αριστοτεχνικά από κουρέλια ώστε να αποτελεί τμήμα της αμφίεσης του.

   
37. Ο αρκουδιάρης, ένας ατσούμπαλος τσιγγάνος, έρχεται σέρνοντας πίσω του μια βρώμικη, ταλαιπωρημένη κι έντρομη αρκούδα· η αλυσίδα καταλήγει στη μύτη της, σ’ ένα χαλκά. Τα παιδιά μαζευόμαστε να χαζέψουμε την αρκούδα που κάνει κάνα δυο στροφές, τάχα μου πως χορεύει, μέχρι να μαζέψει το αφεντικό τις λίγες μας δεκάρες. Το θέαμα μου άφηνε πάντοτε μια αντιφατική γεύση θαυμασμού και στενοχώριας για το πελώριο ζώο. «Κάνε πώς βάφεται η Βουγιουκλάκη» έλεγε στη μαϊμού ένας άλλος τσιγγάνος, κι εκείνη έκανε ότι βαφότανε. «Κάνε μια τούμπα για τους κυρίους, δείξε τους πώς χορεύουνε στο Πέραμα…»
   
38.  Είναι η εποχή που τα απαραίτητα έρχονται σ’ εσένα και δε χρειάζεται να τ’ αναζητήσεις. «Όλα τα ακονίζω, τα μαχαίρια, ο ακονιστής». Κουβαλάει έναν ποδοκίνητο τροχό κι ένα καθισματάκι κι όταν βρίσκει πελάτη κάθεται, στήνει τον τροχό και ακονίζει. Ο γανωματής γαλβανίζει τα χάλκινα σκεύη για να γλιτώσουν οι χρήστες τους τη δηλητηρίαση από τον οξειδωμένο χαλκό.  Εμπορικά αυτοκίνητα ή κάρα με ρούχα και υφάσματα σε τιμή ευκαιρίας, μανάβηδες, όλοι διαφημίζουν την πραμάτεια τους με στεντόρεια φωνή, και οι νοικοκυρές βγαίνουν στον δρόμο να ψωνίσουν.
   
39. Με τη μητέρα μου στον Βασιλικό Κήπο που σήμερα τον λέμε Εθνικό Κήπο. Από την είσοδο της Βασιλίσσης Σοφίας το πρώτο που συναντάμε είναι η στέρνα με τα πελώρια χρυσόψαρα. Θαυμάζω τους σκοτεινούς όγκους των ψαριών που κινούνται επιβλητικά στο νερό. Πίνω από μια σωλήνα που εξέχει από έναν βράχο, από όπου τρέχει νερό διαρκώς. Άλλες μέρες πιάνω δουλειά στο σκάμμα με την άμμο και γεμίζω το κουβαδάκι μου, αλλά σήμερα πάμε στη λίμνη με τις πάπιες. Προσπαθώ να τις πλησιάσω, μπαίνοντας με τα παπούτσια μου στα ρηχά, μα γλιστρώ στο γλιτσιασμένο βοτσαλωτό και πέφτω στο νερό. Με μαζεύουν οι μεγάλοι και με παραδίδουν στη μητέρα μου που διαβάζει ανυποψίαστη σ’ ένα παγκάκι εκεί κοντά.
   
40.  Περνάμε με την μητέρα μου μπροστά απ’ τα λουλουδάδικα της Βουλής. Είναι ανοιχτά και οι ανθοπώλες παραμονεύουν στο πεζοδρόμιο· ψαρεύουν πελάτες και χαρίζουν στις όμορφες ένα γαρύφαλλο. Μου σπάει τα ρουθούνια η μυρωδιά· όλη η περιοχή ευωδιάζει κανέλα.
   
41.  Στο Ζάππειο βρίσκεται ο φωτογράφος με τη μηχανή του στο τρίποδο και μια μαύρη κουκούλα: χώνεται μέσα της. «Κοίτα το πουλάκι που θα βγει» και τσάφ μια λάμψη. Διασχίζουμε την Αμαλίας, ένα τράμ χτυπάει το καμπανάκι για να ειδοποιήσει τους διαβάτες. Στον παγωτατζή που πουλάει παγωτά από ένα τρίκυκλο με λευκή ομπρέλα που γράφει ΕΒΓΑ, παραγγέλνω το αγαπημένο μου κασάτο, με τρείς γεύσεις: κρέμα, σοκολάτα και φιστίκι. Εκτός από το κασάτο υπάρχει μόνο ξυλάκι και κύπελλο κρέμα ή σοκολάτα.
    
42.   Η νταντά μου παίρνει από τη μητέρα μου το αντίτιμο του εισιτηρίου για να με πάει βόλτα στο πάρκο. Περιμένουμε στη στάση ατέλειωτη ώρα, να περάσει ένας συγκεκριμένος οδηγός, φιλαράκος της νταντάς, που μας επιβιβάζει δωρεάν για να τσεπώσει εκείνη τα λεφτά. Όταν όμως αργεί υπερβολικά, μπαίνουμε σε άλλο λεωφορείο και τότε η νταντά με δασκαλεύει, αν ερωτηθώ, να πω οτι είμαι μικρότερος από την ηλικία μου, για να μην πληρώσει το δικό μου εισιτήριο. Όταν κάποτε με ρώτησε ένας εισπράκτορας πόσων χρονών είμαι και, υπακούοντας την νταντά μου, απάντησα «δύο μόνο», αντιλήφθηκα από τα γέλια των επιβατών ότι το είχα παρακάνει.
   
43. Καθώς το λεωφορείο περνούσε την Ομόνοια κατευθυνόμενο προς τα Πατήσια, ο εισπράκτορας φώναζε «τέρμα τα δίφραγκα», επειδή το αντίτιμο των δυο δραχμών δεν κάλυπτε τη συνέχεια της διαδρομής. Η φράση έχει μείνει ως τις μέρες μας και σημαίνει «έως εδώ και μη παρέκει.»
    
44. Αυτή την εποχή έχω μια νταντά που πρέπει να τη φωνάζω μαντμουαζέλ. Το χόμπι της, όταν μένει μαζί μου τα βράδια για να βγουν οι γονείς μου, είναι να με κλείνει στο χολ και να με ξυλοφορτώνει. Μα σήμερα οι γονείς μου, ειδοποιημένοι από γείτονες που άκουγαν τις φωνές μου, επιστρέφουν μόλις δέκα λεπτά μετά την αναχώρησή τους και την πιάνουν στα πράσα. Δε θυμάμαι καθόλου το ξύλο που έτρωγα, το έχω απωθήσει. Αλλά θυμάμαι καθαρά την ανακούφισή μου όταν ακούω τα κλειδιά στην πόρτα και βεβαιώνομαι πως οι γονείς μου μπαίνουν στο χολ, αλλά και την άγρια χαρά μου για την επί τόπου απόλυσή της.
     
45.  Στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, πάνω από μένα, μένει μια οικογένεια με δυο παιδιά. Κατά καιρούς φιλοξενούν για λίγες ημέρες και τον Παύλο, παιδί από πρώτο γάμο της κυρίας, ο οποίος ζει σε ψυχιατρική κλινική. Ο Παύλος που αγαπά τα παιδιά, βγαίνει στο μπαλκόνι και μου μιλάει. Μόλις τον αντιλαμβάνονται οι γονείς μου κλείνουν την μπαλκονόπορτα και μου απαγορεύουν τα πολλά πολλά.
     
46.  Ο πατέρας μου αντιλαμβάνεται ότι περνάω ατελείωτες ώρες στην τουαλέτα· ίσως να ’χει βρει τα πονηρά περιοδικά που παίρνω μαζί μου. Ανοίγει πάνω στο γραφείο μου τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, στο λήμμα «Αγαμία». Εγώ αρνούμαι για βδομάδες να δεχτώ τούτο τον αδέξιο τρόπο σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης κι έτσι τον αναγκάζω να μου μιλήσει. Μου εξηγεί ότι ο αυνανισμός οδηγεί σε τύφλωση ή άλλες συμφορές, όπως  την έπαθε και ο Παύλος, ο οποίος, κατά τον πατέρα μου, κλείστηκε στην κλινική γι αυτόν ακριβώς το λόγο.
 
47.   Χρόνια αργότερα, φοιτητής πλέον, παίρνω ένα ευγενικό και τρυφερό γράμμα του Παύλου από την κλινική. Δεν απάντησα ποτέ.
   
48. Κατεβαίνω το πρωί να περιμένω το σχολικό. Συχνά με βρίσκει ο γιατρός που μένει στον δεύτερο όροφο και μου αναθέτει να του ζεστάνω τη μηχανή του αυτοκινήτου. Νομίζω πως σπάνια αισθάνθηκα πιο περήφανος στη ζωή μου: μόνος στη θέση του οδηγού, να μαρσάρω τη μηχανή του αυτοκινήτου.
     
49. Η γιαγιά μου που ζει μαζί μας πίνει το πρωί έναν καφέ τούρκικο και βουτάει, δυο φρυγανιές ELITE με βούτυρο και μαρμελάδα (που τη λέει μαρμελάτα). Προτού ξεκινήσει την καθημερινή της τελετή, χύνει στο πιατάκι λίγο καφέ για να κρυώσει και μου τον δίνει να τον πιω. Αργότερα, συμμετέχω στη διαδικασία του ντυσίματός της, βοηθώντας την να φορέσει τις νάιλον κάλτσες της μια καθημερινή τελετουργία που δεν ήταν στερημένη ερωτισμού από την μεριά μου.
     
50.  Η γιαγιά ασχολείται με την επίβλεψη του νοικοκυριού: αν έχει ξεσκονίσει καλά η κοπέλα που δουλεύει στο σπίτι μας, τι έχει μαζευτεί για σιδέρωμα, τι θα φάμε το μεσημέρι και τι προμήθειες χρειάζονται. Οι γονείς μου εργάζονται και οι δύο, κι έτσι είναι στη δική της ευθύνη οι δουλειές του σπιτιού. Μόλις εκπληρώσει τα καθήκοντά της, η γιαγιά κάθεται στο σαλόνι και πλέκει ή κεντάει κάτι υπέροχα κεντήματα που τα κάνει μαξιλάρια. Καμιά φορά την βοηθάω να ξεπατικώσει το σχέδιο με καρμπόν από το φιγουρίνι στον καμβά. Άλλοτε με μαθαίνει να πλέκω. Μου ενσταλάζει την σοφία της: «η ευγένεια σκλαβώνει», «αν δεν θυμάσαι κάτι σημαίνει πως δεν είναι σημαντικό». Σήμερα δέχεται την πρωινή επίσκεψη μιας φιλενάδας της, με την οποία φλυαρεί για τους κοινούς τους γνωστούς, ποια παντρεύτηκε ποιον, αυτόν που είναι ξάδελφος του τάδε που είχε πάρει σε πρώτο γάμο την δείνα, κι έτσι κυλούν οι ώρες. Αργότερα στην κουζίνα δίνει εντολές στην υπηρέτρια πώς να μαγειρέψει, δοκιμάζει το φαγητό, βάζει αλατοπίπερο και μπαχάρια· μόλις μείνει ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα, πηγαίνει με τη υπηρέτρια στην τραπεζαρία, όπου με τις οδηγίες της πάντα στρώνεται το τραπέζι. Τα μεσημέρια τρώμε η μητέρα, η γιαγιά μου κι εγώ. Ο πατέρας έρχεται αργά το απόγευμα και τρώει μονάχος του. Συχνά, μετά το φαγητό και τη μικρή ανάπαυση, επιστρέφει στη δουλειά του.
    
51. Περνάω ατέλειωτες ώρες στην κουζίνα, παρακολουθώντας τις περίπλοκες τεχνικές του μαγειρέματος. Όταν αργότερα στη ζωή μου θα χρειαστεί να μαγειρέψω, μαζί με το βιβλίο των συνταγών θα ανασύρω κι αυτές τις πολύτιμες μνήμες.
    
52. Η οικονόμα μητέρα μου ασκεί την τέχνη του μετασχηματισμού των φαγητών για να μπορούν να φαγωθούν την επομένη. Τη μια μέρα έχουμε κεφτέδες με πατάτες τηγανητές, την επομένη οι κεφτέδες γίνονται κοκκινιστοί και προστίθεται πουρές, κι ό,τι περισσέψει την τρίτη μέρα μπαίνει στην ομελέτα. 
    
53.  Διάφορες οικιακές βοηθοί παρελαύνουν από το σπίτι μας, κορίτσια νεαρά, καμιά φορά σχολικής ηλικίας, από φτωχές οικογένειες της επαρχίας. Οι περισσότερες αναλφάβητες, άλλες σεμνές και μαζεμένες κι άλλες ξεπεταγμένες με πολλούς «ξαδέλφους» φαντάρους να τις πολιορκούν. Προσπαθώ να τις μάθω να διαβάζουν ή να βάζουν τον τόνο στο σωστό φωνήεν και αρνούμαι να παραδεχτώ πως αυτό που μπορώ να κάνω εγώ, δεν το μπορούν οι μεγαλύτερές μου κοπέλες.
     
54.  Τα βράδια η σκάλα υπηρεσίας σφύζει από ζωή, καθώς τα κορίτσια που έχουν τελειώσει τις δουλειές τους και μαζεύονται να κουτσομπολέψουν, να παρηγορήσουν η μια την άλλη και να εκτονωθούν. Εγώ, παρών και αόρατος, παρακολουθώ και εκπαιδεύομαι στη λαϊκή σοφία. Ενημερώνομαι παράλληλα για όσα συμβαίνουν στην πολυκατοικία μας.
     
55.  Στον περίβολο του μαιευτηρίου Αλεξάνδρα βρίσκεται ένα εκκλησάκι που λειτουργείται κάθε Κυριακή. Ακούω τις καμπάνες που καλούν τους πιστούς και ρωτώ τους γονείς μου γιατί δεν πάνε ποτέ στη εκκλησία. Μου απαντούν ότι κουράζονται όλη τη βδομάδα και δε θέλουν να ξυπνάνε νωρίς και το πρωί της Κυριακής. Αναλογίζομαι μήπως αυτή η πνευματική νωθρότητα της οικογένειάς μου έχει ως αποτέλεσμα τους μέτριους βαθμούς μου στο σχολείο. Αποφασίζω να καλοπιάσω τον Θεό και πηγαίνω τέσσερις-πέντε Κυριακές στην εκκλησία. Ο παπάς με βάζει στο ιερό και μου εμπιστεύεται το θυμιατήρι. Μετά βγαίνει ο έλεγχος του επομένου τριμήνου όπου έχω πατώσει και πάλι κι έτσι σταματώ να εκκλησιάζομαι. Άλλωστε και οι γονείς μου, την περίοδο της ευλάβειάς μου, με αντιμετωπίζουν σαν φρούτο εξωτικό.
     
56.  Το Τμήμα Μεταγωγών ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία πάνω μου: το κοιτάζω από τις γρίλιες του υπνοδωματίου μου πριν με πάρει ο ύπνος. Είναι ένα προπολεμικό τριώροφο κτίριο στο οποίο φέρνουν τους κρατούμενους μέχρι να  οριστεί σε ποια φυλακή θα μεταφερθούν. Τα παράθυρα έχουν κάγκελα και η είσοδος φρουρείται πάντα από έναν αστυνομικό·  απέξω σταθμεύει η κλούβα για τη μεταφορά των κρατουμένων. Κάποια μέρα, (χρόνια αργότερα), ξύπνησα και παρατήρησα ανήσυχος, ανάμεσα από τις ξύλινες περσίδες, μια ασυνήθιστη κίνηση στο δώμα του Τμήματος Μεταγωγών. Ανοίγω τα ρολά και βλέπω έντρομος μια ομάδα αστυνομικών να έχει στήσει ένα οπλοπολυβόλο στην ταράτσα και να με σημαδεύει. Ήταν το πρωί της 21ης Απριλίου 1967.
     
57. Την Κυριακή με πηγαίνει η γιαγιά μου στο Σινεάκ που έχει πρόγραμμα κατάλληλο για παιδιά. Στο κέντρο του κινηματογράφου μερικά κάγκελα περικλείουν τη  ζώνη όπου απαγορεύεται να μπουν όσοι δε συνοδεύουν παιδιά. Στο Σινεάκ προβάλλονται γαλλικά επίκαιρα (γιατί άραγε μόνο γαλλικά;), δύο ή τρία ταινιάκια μικρού μήκους με κινούμενα σκίτσα και κάνα δύο κωμικές ταινίες του Σαρλό, του Τρίο Στούτζες ή του Χοντρού και του Λιγνού.

     
58.   Δίπλα στο κρεβάτι μου σ’ ένα χαμηλό τραπεζάκι βρίσκεται το δυναμωτικό μουρουνόλαδο από το οποίο, κατά τις συνήθειες της εποχής, πρέπει να πίνω ένα κουτάλι τη μέρα. Μετά από εβδομάδες οι γονείς μου αναγκάζονται να το κρύψουν, καθώς συνειδητοποιούν ότι το κατεβάζω μ’ ευχαρίστηση τα βράδια. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το μουρουνόλαδο αποτελούσε τον καθημερινό εφιάλτη των παιδιών της γενιάς μου: για να το γλυκάνουν μάλιστα τους έδιναν μετά την υποχρεωτική κουταλιά μια φέτα πορτοκάλι.
      
59.  Τρώγω τα νύχια μου: κακή και αντιαισθητική συνήθεια, μου λέει η γιαγιά μου. Για να με βοηθήσει να την κόψω, αλείφει τα νύχια μου με πικρό κινίνο. Γλείφω σε μικρές δόσεις το κινίνο από το κάθε νύχι και το μασουλίζω ηδονικά. Εξετάζω το αποτέλεσμα των φαγωμένων μου νυχιών. Κάθε μου δάκτυλο έχει τη δική του προσωπικότητα και του δίνω το αντίστοιχο παρατσούκλι:  πονηρό,  άγριο,  όμορφο,  στραβό, ανάπηρο και άλλα.
      
60. Το σιωπητήριο μου επιβάλλεται κάθε βράδυ στις εννέα. Καληνυχτίζω τους γονείς και τη γιαγιά μου κι από το φωτισμένο σαλόνι τρέχω με φόρα στο σκοτεινό μου υπνοδωμάτιο που βρίσκεται στην άλλη άκρη του διαμερίσματος· ανάβω το φως και πηδάω στο κρεβάτι μου·  κολλάω με την πλάτη στη γωνία του τοίχου ώστε να έχω πλήρη εποπτεία του δωματίου. Αφού βεβαιώνομαι πως δεν υπάρχει κανείς να με απειλήσει, κάθομαι στο κρεβάτι, γδύνομαι και ξαπλώνω. Μέσα από τις μισάνοιχτες ξύλινες περσίδες, παίζω, μέχρι να αποκοιμηθώ, με το φως του δρόμου πάνω στον ξύλινο στύλο έξω από το σπίτι μου. Κάποιο βράδυ, έχοντας ολοκληρώσει αυτή την τελετή, κι ενώ είμαι ήδη ξαπλωμένος και προσπαθώ να κοιμηθώ, νιώθω ένα τράνταγμα στο στρώμα. Μένω ακίνητος και αφουγκράζομαι πανικόβλητος στο σκοτάδι. Σε λίγο ένα δεύτερο τράνταγμα, πιο δυνατό, κι ένα σιγανό μουρμουρητό με παγώνει. Σκέπτομαι πως δεν έχω ελέγξει τι βρίσκεται κάτω από το κρεβάτι. Πάνω που υπολογίζω την απόσταση και μελετώ από ποιο παράθυρο βολεύει να πηδήξω για να γλιτώσω, νιώθω τρίτο απότομο τράνταγμα και με άγριο μουγκρητό βγαίνει από κάτω απ’ το κρεβάτι, σκασμένη στα γέλια, η κοπέλα που εργαζόταν σ’ εμάς εκείνη την εποχή.  Ποτέ δεν της το συγχώρεσα.
      
61.  Το πρωινό ξύπνημα δε με ευχαριστεί· όμως η μητέρα με ξυπνάει καθημερινά για το σχολείο. Ένας μηχανισμός άμυνας μπαίνει σε λειτουργία· ξυπνώ μόνος κάθε βράδυ γύρω στις τρείς τα ξημερώματα, ευτυχισμένος που δεν είμαι υποχρεωμένος να σηκωθώ ακόμη. Ύστερα ο ύπνος μου ξαναγίνεται ήσυχος και ξυπνάω ξεκούραστος χωρίς τη συνηθισμένη δυσκολία. Για χρόνια κοιμάμαι φροντίζοντας να έχω καλυμμένα τα αυτιά μου με το σεντόνι. Έχω το φόβο ότι στον ύπνο μου, ένα ποντίκι θα δαγκώσει τα πεταχτά μου αυτιά.
       
62.  Ποτέ δεν αγάπησα το κούρεμα· μου φαίνεται σαν ακρωτηριασμός.  Ο πατέρας μου όμως με πήγαινε τακτικά, παρά τις διαμαρτυρίες μου, σ’ ένα κουρείο στο Παγκράτι, γιατί θεωρούσε τα μακριά μαλλιά στ´ αγόρια στοιχείο θηλυπρέπειας. Ο κουρέας, ο Αντρίκος με τ’ όνομα, λεπτός και νευρώδης, με μια υποψία μουστακιού στο πάνω χείλος, ήταν γνωστός  του πατέρα μου από την Πόλη. Τοποθετούσε μια τάβλα πάνω στα νικέλινα χερούλια  της τεράστιας πολυθρόνας για να μη σκύβει,  κι εκεί καθόμουν με τα πόδια ακουμπισμένα στο κάθισμα και περίμενα απελπισμένος να ξεκινήσει. Για να ξεχαστώ, κοίταζα τις βούρτσες ξυρίσματος, τις λεπίδες των ξυραφιών που θύμιζαν σουγιά, τις τσατσά-ρες, τις ξεβαμμένες πετσέτες στον πάγκο, τις τρίχες στο πάτωμα, τους άλλους πελάτες. Κοιτούσα  οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό μου. Ο πατέρας μου κάθε φορά φρόντιζε να πάρει κατά μέρος τον κουρέα και να τον νουθετήσει, χωρίς να τον ακούω. Ήξερα όμως ότι του ζητούσε  «να τα πάρει αντρικά», σαν το κρούκατ των Αμερικάνων πεζοναυτών, τους οποίους θαύμαζε. Έβλεπα στον καθρέφτη, μέσα από τα δάκρυά μου, τον Αντρίκο να σκύβει πάνω μου, επιδεικνύοντάς μου τα όργανα του βασανισμού: το ψαλίδι που ανοιγόκλεινε σαδιστικά και την τσατσάρα. Έπειτα πλησίαζε ζωηρά και μ’ ένα  χαμόγελο που έκανε το μουστακάκι του να στραβώνει με διαβεβαίωνε πως δε θα τα κουρέψει πολύ. Τότε κοιτούσα φευγαλέα στον καθρέφτη για να κρατήσω την τελευταία πολύτιμη εικόνα των πυκνών μου  μαλλιών κι έκλεινα τα μάτια. Ο Αντρί-κος κούρευε με μαεστρία· γύριζε  τριγύρω μου  και πετσόκοβε όποιο τσουλούφι προεξείχε. Μου ’δινε μάλιστα και ελαφρές σκουντιές να γυρίσω το κεφάλι για να μπορέσει να εξαφανίσει και τις τελευταίες τρίχες που έκρυβαν τα αυτιά. Όταν άνοιγα ξανά τα μάτια, το ανόσιο έργο είχε ολοκληρωθεί: έβλεπα το κρανίο μου σχεδόν γυμνό και τα δύο τεράστια αυτιά μου να πετάγονται ανέμελα. Ο πατέρας χαρούμενος και υπερήφανος για τον πεζοναύτη γιο του, μου ’δινε το χέρι να φύγουμε,  ενώ εγώ κλαμένος, αναλογιζόμουν την καζούρα και μετρούσα τις φάπες που θα ’τρωγα  την επομένη στο σχολείο. 
       
63 Οι συμμαθητές μου γυρίζουν όλοι και κοιτάζουν. Νοιώθω το δεξί μου αυτί να καίει. Ο δάσκαλος μου το τράβηξε με δύναμη. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ταπείνωση,  η χειρότερή μου τιμωρία. Θα ήταν καλύτερα να με είχε στείλει στο γραφείο, να είχα πάρει αποβολή.  Ή να είχα να γράψω χίλιες φορές, «δε θα ξεχάσω άλλη φορά το τετράδιό μου». Κατακόκκινος και δακρυσμένος παρακολουθώ  τον δάσκαλο ν’ απομακρύνεται. Το αυτί  μου βράζει, φουσκώνει  και φεγγοβολά σε  όλη την τάξη. 
       
64.  Πηγαίνω το καλοκαίρι με τον πατέρα μου στη θάλασσα. Η μητέρα μου δεν έρχεται ποτέ μαζί μας επειδή η έκθεσή στον ήλιο προκαλεί εξανθήματα στο δέρμα της. Καθώς πλησιάζουμε στη διασταύρωση της αγωνίας, προσεύχομαι να πάρει το δρόμο που ανοίγεται στ’ αριστερά μας και μας πηγαίνει σε μια μπετονένια πλατφόρμα στη Σαρωνίδα, η οποία ανήκει σε οικογενειακούς μας φίλους με παιδιά. Δυστυχώς επιλέγει τον άλλο δρόμο και πηγαίνουμε στην πλαζ του ΕΟΤ στη Γλυφάδα, όπου για άλλη μια φορά θα πυροβοληθώ από βαρεμάρα, αφού δεν έχουμε τι να πούμε οι δυό μας. Χώρια που είμαι πολύ ντροπαλός για να αναζητήσω παρέα. Έτσι θα περάσω κι αυτή την Κυριακή, μόνος.
       
65.  Βλέπω το φεγγάρι που είναι στη χάση του, αδύναμο, κρυμμένο στα δέντρα, βλέπω πυγολαμπίδες στους θάμνους μακριά. Είμαι μικρός και τρομαγμένος· βαστάω το κοντάρι σφιχτά. Φυλάω βραδινή σκοπιά στην κατασκήνωση με τους  προσκόπους στις Κεχριές. Δεν είναι εύκολο γιατί το βράδυ οι σκιές σού παίζουν παιχνίδια. Ακούω τους ήχους της νύχτας, τις κουκουβάγιες, τα σκυλιά. Κάποιος είναι στα σκοτάδια, κοντεύω να το βάλω στα πόδια. Βγαίνει από τους θάμνους, είναι η βραδινή έφοδος για να διαπιστώσει ότι ο σκοπός δεν κοιμάται. Δεν κοιμάται. Δεν θα κοιμηθεί ποτέ ξανά. 
       
66. Τα επόμενα καλοκαίρια, με στέλνουν σε κατασκήνωση στο Καβούρι. Εκεί, παρέα με συνομήλικά μου παιδιά, κάνουμε διάφορα: από κολύμπι και βόλτες, ποδόσφαιρο και πιγκ-πόγκ έως χαρτιά, τάβλι και σκάκι. Τα βράδια, άλλοτε βλέπουμε ταινίες που μας προβάλλουν στον τοίχο με μια μηχανούλα, άλλοτε τραγουδάμε με συνοδεία ακορντεόν τις τελευταίες επιτυχίες. Το φαγητό είναι σπιτικό και μαγειρεύεται στην κουζίνα από τη μαγείρισσα. Όταν επιμένουμε να φάμε πατάτες τηγανητές, τις καθαρίζουμε όλοι μαζί στην αυλή. Το τέλος της σεζόν το γιορτάζουμε με κουκουναροπόλεμο. Τον προετοιμάζουμε πολλές ημέρες καθώς μαζεύουμε εκατοντάδες κουκουνάρια που περνάνε από έγκριση των μεγάλων για να είναι ακίνδυνα. Χωριζόμαστε σε δυο ομάδες και οχυρωνόμαστε σε περιοχές της κατασκήνωσης. Ο στόχος είναι να καταληφθεί η σημαία του αντίπαλου χωρίς να σε «σκοτώσουν» με κουκουνάρι. Η μάχη κρατάει πολλές ώρες με διαιτητή τον κατασκηνωτάρχη. Το κυνήγι του θησαυρού παίζεται σε όλη την περιοχή του Καβουριού και κρατάει μια ολόκληρη μέρα. Τα πρώτα μας ειδύλλια  τα ζούμε κι αυτά στην κατασκήνωση.
       
67. Καθημερινά, στις πέντε το απόγευμα, μαζευόμαστε στο διάδρομο όπου μας ξεκλειδώνουν ένα ψυγείο που περιέχει τα γλυκίσματα που μας φέρνουν οι γονείς τις Κυριακές.  Όταν ανοίγει, μοσχομυρίζει ο τόπος· παίρνει ο καθένας τα δικά του και αρχίζουν τα μεγάλα παζάρια: πάρε δυο βάφλες και δώσ’ μου μια σοκολάτα. 
      
68.  Μια αγαπημένη δραστηριότητα στην κατασκήνωση είναι το ψάρεμα. Όταν πρόκειται να ψαρέψουμε, μαζεύουμε την παραμονή το  δόλωμα: γαρίδες ή πεταλίδες. Βρίσκουμε τις γαρίδες στις λακκούβες των βράχων κοντά στη θάλασσα. Βουλιάζουμε μια μεταλλική στεφάνη στην οποία είναι τεντωμένο ένα πανί και βάζουμε μέσα τρίμματα φέτας. Οι γαρίδες ξεθαρρεύουν κι όταν πλησιάσουν το τυρί, ανεβάζουμε προσεχτικά τη στεφάνη. Ή ξεκολλάμε μ’ ένα μαχαιράκι τις πεταλίδες από τα βράχια.  Όποιος θέλει να πάει για ψάρεμα πρέπει να σηκωθεί στις πέντε το πρωί και να κατηφορίσει μέχρι το λιμανάκι του Μαρτσινιώτη· εκεί  βρίσκεται δεμένη η βάρκα. Κωπηλατούμε στη φρεσκάδα του πρωινού μέχρι την κοντινότερη φυκιάδα, δολώνουμε και ρίχνουμε τις πετονιές. Η ανατολή του ήλιου μας βρίσκει να ψαρεύουμε ακόμη. Συνήθως η ψαριά αποτελείται από σπαράκια, μελανούρια, σάλπες, γύλους και καλόγριες. Επιστρέφουμε καμαρωτοί πριν φουντώσει η ζέστη. Μόλις εκείνη την ώρα ξυπνούν οι άλλοι.
      
69.  Φέτος στην κατασκήνωση είναι μαζί μας ο δεκάχρονος Πέτρος που έχει ένα μυστικό: μας έχει εμπιστευτεί ότι είναι πράκτορας σε μυστική υπηρεσία και τα αεροπλάνα που πετούν πάνω μας είναι  συνάδελφοί του· με τα φώτα που αναβοσβήνουν, του στέλνουν μηνύματα. Ξενυχτάμε με βάρδιες για να τον ειδοποιήσουμε ότι έρχεται αεροπλάνο, ώστε να μη ξεφύγει ούτε ένα μήνυμα. Ο Πέτρος μας χάρισε ένα καλοκαίρι ξεχωριστό. Οι μεγάλοι όμως φοβήθηκαν την αναταραχή που δημιουργούσε το κατασκοπευτικό μας δίκτυο. Έτσι, μετά από ανάκριση, τον ανάγκασαν να μας ομολογήσει πως τις ιστορίες τις έβγαζε από το μυαλό του.  Στεναχωρηθήκαμε πολύ, όμως αργότερα συμφωνήσαμε ότι αυτός ήταν ένας ελιγμός του Πέτρου για να διασώσει την αποστολή.
       
70.  Είμαι  κρυμμένος  πίσω από ένα θάμνο, έξω από τον περίβολο της      κατασκήνωσης. Μυρίζω το πεύκο, ακούω τα τζιτζίκια και προσπαθώ να παρηγορηθώ.  Είναι ώρα που το έχω σκάσει, γιατί τσακώθηκα με κάποιο παιδί και δε βρήκα το δίκιο μου. Κάθομαι απελπισμένος, θυμωμένος και πολύ μόνος. Αντιλαμβάνομαι ένα αυτοκίνητο που κάνει γύρους, ώρα τώρα στην περιοχή, κορνάροντας. Συνειδητοποιώ έντρομος πως είναι το δικό μας· είναι Κυριακή και οι γονείς μου ήρθαν επίσκεψη. Τρέχω πίσω, βρίσκομαι σε πανικό· ο πατέρας μου έχει τρομάξει από την απουσία μου κι είναι έξαλλος. Με παίρνει στο αυτοκίνητο και, λίγο πιο πέρα, μου αστράφτει ένα χαστούκι. Έπειτα με γυρίζει στην κατασκήνωση. Φεύγουν και με αφήνουν με το μάτι μαυρισμένο· το παιδί που με αδίκησε,  καμαρώνει ότι μου το μαύρισε εκείνος.
        
71.  Δυο με τρείς φορές τη βδομάδα, οι γονείς μου παίζουν χαρτιά σε σπίτια φιλικά ή στο σπίτι μας. Το σαλόνι μας, όποτε έχουμε καλεσμένους, θυμίζει χαρτοπαιχτική λέσχη καθώς στήνονται τραπέζια με πράσινη τσόχα όπου παίζονται παράλληλα κουμκάν, πινάκλ και μπριτζ. Εγώ παρακολουθώ ακούραστος και μαθαίνω τα παιχνίδια, κι όλοι με φωνάζουν να κάτσω δίπλα τους, τάχα μου για γούρι. Η στιγμή που απολαμβάνω είναι η ώρα του φαγητού, επειδή η μητέρα μου έχει φροντίσει να υπάρχουν τουλάχιστον τρία διαφορετικά και ιδιαίτερα νόστιμα φαγητά. Κουράστηκα πια να παριστάνω το γούρι κι έτσι βγαίνω στο μπαλκόνι και σημαδεύω με το νεροπίστολο τα αυτοκίνητα που περνούν. Αλλά πέφτω σ’ ένα θερμόαιμο οδηγό που εκνευρίστηκε επειδή πιτσίλισα το τζάμι του αυτοκινήτου του· παρκάρισε το αμάξι και ήρθε στο διαμέρισμά μας να διαμαρτυρηθεί. Τον περιέλαβε ο πατέρας μου και νομίζω ότι μετάνιωσε που το έκανε θέμα. Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι καλό όταν φταίω εγώ, ο πατέρας μου να βρίζει τον αποδέκτη των ενεργειών μου. Επειδή, έτσι θίγεται το αίσθημα της δικαιοσύνης μου. Το ίδιο συνέβη και στην επιστροφή από μια εκδρομή στην Αράχοβα. Πηγαίναμε βήμα βήμα κι εγώ έπαιζα με το φακό μου. Ο οδηγός του αυτό-κινήτου που ακολουθούσε τόλμησε να διαμαρτυρηθεί στον πατέρα μου πως τον τυφλώνω, κι αυτός μόνο που δεν τον έδειρε.
         
72.  Σύμφωνα με τον κανόνα ευγένειας της εποχής, όταν σε προσκαλούν κάπου, δεν επιτρέπεται να πηγαίνεις  με άδεια χέρια. Η κοινωνικότητα των γονιών μου και των φίλων τους,  με τις τόσο αλλεπάλληλες επισκέψεις του ενός στον άλλον, οδήγησε στην ιδέα της αποθήκης δώρων, που λειτουργούσε ως εξής: Όταν σου έφερναν ένα δώρο, δεν το άνοιγες αλλά έγραφες στο περιτύλιγμα, διακριτικά, το όνομα αυτού που σου το έφερε. Έτσι με τον καιρό μαζεύονταν πολλά δώρα, ποτά, σοκολατάκια, καθώς και διακοσμητικά ή χρηστικά αντικείμενα. Όταν σε προσκαλούσαν, διάλεγες από την αποθήκη ένα δώρο που σου είχανε φέρει, φροντίζοντας μόνο να μην το έχεις λάβει από εκείνον που σε είχε προσκαλέσει. Κάποτε οι γονείς μου αποφάσισαν ν’ ανοίξουν ένα κουτί με σοκολατάκια από την αποθήκη δώρων για να τα προσφέρουν σ’ έναν επισκέπτη. Με ντροπή διαπίστωσαν πως είχαν γίνει κάτασπρα από την πολυκαιρία, τόσες φορές που είχανε αλλάξει χέρια.
        
73.  Αυτή την Κυριακή επισκεπτόμαστε μια φιλική οικογένεια με δύο μεγαλύτερά μου κορίτσια που κατοικούν σε μονοκατοικία, σ’ ένα πελώριο κτήμα στην Φραγκοκλησιά. Περνάω καλά, πετάω ξυλάκια που επιπλέουν στα αρδευτικά χαντάκια όπου κυλάει το νερό και τα παρακολουθώ στην πορεία τους, ιδιαίτερα εκεί που χάνονται στις καταβόθρες, κι έπειτα τρέχω να τα προλάβω στην άλλη άκρη. Αργότερα σκαρφαλώνω στη συκιά και φτάνω σ’ ένα σημείο από το οποίο δεν τολμώ ν’ ανέβω ψηλότερα, αλλά φοβάμαι και να κατέβω. Με κατεβάζουν με μεγάλη προσπάθεια, με μια σκάλα. Αργότερα παίζουμε σκοτεινό δωμάτιο. Αυτό το παιχνίδι παίζεται, όπως λέει ο τίτλος του σ’ ένα εντελώς σκοτεινό δωμάτιο όπου κρύβονται όλα τα παιδιά εκτός από ένα, το οποίο προσπαθεί να βρει τα υπόλοιπα και να τα αναγνωρίσει, μες στο σκοτάδι.
        
74. Ο μεγάλος θείος μου ο Περικλής, ο αδελφός της γιαγιάς μου, το καμάρι της οικογένειας, έρχεται επίσκεψη. Η γιαγιά μου με δασκαλεύει να του φιλήσω το χέρι: αυτός είναι σοβαρός λόγος να κρυφτώ στο δωμάτιό μου μόλις ακούσω το κουδούνι. Σήμερα φέρνει δώρο στην αδελφή του ένα σπάνιο κινέζικο βάζο για τα γενέθλιά της. Αφού φεύγει, το δώρο σχολιάζεται, πω πω, τι σπάνιο, πανάκριβο θα ’ναι. Δεν περνάει μια βδομάδα και ο θείος επιστρέφει, «Χριστίνα, το βάζο που σου χάρισα, να το πάρω πίσω, έχω σήμερα να πάω στην Τάδε και δεν έχω τι να της χαρίσω. Θα σου φέρω κάτι άλλο αργότερα». Και το κάτι άλλο ουδέποτε έφτασε. 
       
75. Η θεία Νίνα, η αδελφή της μητέρας μου, έρχεται  τακτικά για το κυριακάτικο γεύμα. Είναι πάντα πολύ βιαστική, κάθεται στο τραπέζι, μας λέει τα πολιτικά νέα, μας εξηγεί τι έχει αλλάξει στο πρωτόκολλο του παλατιού την τελευταία βδομάδα (για παράδειγμα, ότι τη σούπα πρέπει να την τρως σύροντας το κουτάλι σου προς τα έξω) εξιστορεί τις εντυπώσεις της από το πρόσφατο ταξίδι της στο εξωτερικό και φεύγει με το φρούτο ακόμη μισοφαγωμένο. Γενικά η θεία μου η Νίνα είναι το παράθυρό μας στον έξω κόσμο. Τα πρώτα χρόνια απέφευγα να την προσφωνήσω θεία, επειδή μου φαινόταν κάπως γελοίο, ασυνήθιστος καθώς ήμουν από συγγενολόγια. Κάποτε, μετά από χρόνια κι από τεράστιο εσωτερικό αγώνα, το ξεστόμισα δειλά - δειλά, και η Νίνα κόντεψε να πνιγεί. Σε παρακαλώ, Νίνα να με λες, μόνο Νίνα.  Αυτό, μου πήρε άλλα τόσα χρόνια για να το συνηθίσω.
      
76.  Κατεβαίνω σαν πυροσβέστης τη σκάλα της πολυκατοικίας, τεντώνοντας το δεξί πόδι πάνω στο χαμηλό μαρμάρινο στηθαίο· συγχρόνως λυγίζω το αριστερό αγκαλιάζοντας τη λεία ξύλινη κουπαστή: έτσι καταφέρνω να γλιστρήσω με ταχύτητα μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας. Η έξοδος πραγματοποιείται με τρεις γρήγορες κατεβασιές, ιδιαίτερα όταν βγαίνω για παιχνίδι.
         
77.  Ένα όνειρο. Βγαίνω μόνος από το διαμέρισμα και τρέχω στη σκάλα. Στην πρώτη κατεβασιά απογειώνομαι, βγαίνω από τον ανοιχτό φωταγωγό του κλιμακοστάσιου και πετάω πάνω από τη γειτονιά. Μυρίζει παντού καυσαέριο, κάνει αφύσικη ζέστη. Από το ύψος που βρίσκομαι βλέπω την περιοχή ν’ αλλάζει γρήγορα. Σε όλο το μήκος της αλάνας κόβονται τα δέντρα και χτίζονται πολυώροφες πολυκατοικίες με μίζερα κηπάκια στην πρασιά. Η αλάνα στρώνεται με άσφαλτο όπως και όλοι οι κάθετοι δρόμοι. Δύσκολα μπορείς να τους διασχίσεις, εξαιτίας των αυτοκίνητων που τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Και στις δυο πλευρές κάθε δρόμου βρίσκονται παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Έχει εξαφανιστεί η σκόνη αλλά έχουν επίσης χαθεί τα παιδιά, οι κήποι, τα δέντρα, τα σπιτάκια,  τα ποδήλατα. Στη Βασιλίσσης Σοφίας στριμώχνονται νεόδμητες οικοδομές και μνημειώδη κτίρια που καλύπτουν σταδιακά τα άχτιστα οικόπεδα. Τα κορίτσια έχουνε φύγει από το αναμορφωτήριο που έχει γίνει πια σχολείο και το Τμήμα Μεταγωγών έχει κατεδαφιστεί. Στη θέση του έχει χτιστεί ένα πολυώροφο μπετονένιο κτήριο. Οι άνθρωποι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους και όσοι κυκλοφορούν στα πεζοδρόμια περπατούν βιαστικά και δε μιλούν σε κανένα. Όταν ο μετασχηματισμός έχει ολοκληρωθεί, μόνο ένας λαμπρός ήλιος και ο γαλάζιος ουρανός μου θυμίζουν τη γειτονιά που ζω.


Αύγουστος 2015 – Μάρτιος 2016